- πυργομαγδῶλ
- πυργο-μαγδῶλ, (τό?),A watch-tower, BGU282.13, 542.6 (ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυργομαγδώλ — τὸ, Α φρούριο με πύργους. [ΕΤΥΜΟΛ. < πύργος + μαγδώλ, ῶλος «πύργος, φυλάκιο»] … Dictionary of Greek
πύργος — Με τη λέξη πύργος εννοούμε γενικά ένα κτίριο στο οποίο χαρακτηριστικά υπερέχει η διάσταση του ύψους και το οποίο, συγχρόνως, έχει ένα γενικά κλειστό, αυστηρό και έντονα αμυντικό χαρακτήρα. Aυτή η μορφή κτιρίου, ή κατασκευής γενικότερα, έχει… … Dictionary of Greek